δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δακτυλοσκοπικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δακτυλοσκοπία … Dictionary of Greek
δακτυλοτυπία — η δακτυλοσκοπία … Dictionary of Greek
δακτυλικά αποτυπώματα — Βλ. λ. δακτυλοσκοπία … Dictionary of Greek
δακτυλοσκοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τη δακτυλοσκοπία: Έγινε δακτυλοσκοπική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλοτυπία — η η δακτυλοσκοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)